Περιπλέω τη σκέψη σου
με μια μικρή πιρόγα
καμωμένη από δέρμα ηλιοκαμένης νύχτας
Ξάπλωνε ώρες κάτω από το φως σου
κι αφηνότανε σε έναν απρόσμενα καλό καιρό
Προχωρώ με χτύπο παράξενο
από ανυπόμονη καρδιά
Ω… Λίλη!
Ύστερα από όλα αυτά, και με το πέρασμα του χρόνου, πίστεψα πως τον είχα ξεφορτωθεί. Μια μέρα –ήταν Άνοιξη- με περίμενε έξω από το σχολείο μου. Ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Δεν ξέρω από πού το είχε μάθει, σε ποιο σχολείο πήγαινα, αλλά όπως έγινε αργότερα γνωστό στις ανακρίσεις, μας έψαχνε και είχε ανακαλύψει πού μέναμε τελικά και με παρακολουθούσε. Σάστισα, τρόμαξα, παράλυσα. Με πλησίασε και μου μίλησε.