Πες μου για το παράθυρο εκείνο
που άνοιγε πάντα μέσα μας
γεμίζοντάς μας με θαλασσινό αγέρι
ορίζοντες, γλάρους, πανιά
Πες μου για τα πρωινά
που μας κρατούσε τη σκέψη αιχμάλωτη
στα γαλάζια παντζούρια του επάνω
καθώς τα ανοιγόκλεινε μια υποψία ταξιδιού
Κι όσο να πέσει το δείλι
Το Άσπρο Σπίτι
Το άσπρο σπίτι «εστέκετο εις τα περίχωρα των Πατρέων». Έτσι μήνυσε η Τασία στον αδερφό της τον Θανάση όταν του πρωτόγραψε για την αγορά του σπιτιού.
Ο Θανάσης είχε φύγει απ’ τα δεκάξι του για τη Νέα Υόρκη κι ενώ για δέκα χρόνια έστελνε κάθε μήνα χρήματα στις αδερφάδες του, μετά ούτε γράμμα ούτε γραφή. Οι δυο μεγαλύτερες είχαν καλοπαντρευτεί και τον είχαν ξεγράψει κι έμεινε η Τασία να μαζεύει τα δολάρια, αλλά μετά είπαμε, σταμάτησαν κι αυτά.
Η Τασία όμως δεν έλεγε να τον ξεχάσει. Ας μην απαντούσε πια στα γράμματά της, εκείνη συνέχιζε να του στέλνει τα νέα της κι εκείνα της γειτονιάς. Οι αδερφάδες της μέχρι να παντρευτούν και να φύγουν απ’ το δωμάτιο που έμεναν την είχαν «Τουρκίας νύφη», να τους πλένει και να τους σιδερώνει μέχρι να τυλίξουν η μία έναν υδραυλικό και η άλλη έναν μικροεργολάβο. Ο Θανάσης ήταν ο μόνος άνθρωπος που της είχε χαρίσει ένα πατρικό χάδι όταν έγδερνε τα τρυφερά της γόνατα στην αυλή. Ο μόνος που την είχε παίξει και της διηγούνταν παραμύθια για πρίγκιπες και μακρινά βασίλεια.