Στη Μελβούρνη σήμερα δεν είναι ανάγκη να φωτίζουμε τους δρόμους
κάπου χαθήκαν οι ανώνυμοι περαστικοί,
δεν βρίσκεις στις οδούς καυσαέριο απ’ τ’ αυτοκίνητα,
δεν βρίσκεις στα μπαράκια τους ομόδειπνους,
και δεν ακούς σ’ εστιατόρια πια τη φωνή σου.
Στη Μελβούρνη ο κόσμος σήμερα κρύβει σκυθρωπά το πρόσωπό του
κρύβονται πίσω από πολύχρωμες, σφιχτοδεμένες μάσκες
και αποφεύγουν τόσο επίμονα να σου μιλούν,
περνώντας από το απέναντι παντέρημο πεζοδρόμιο
μην τους κολλήσεις.
Στη Μελβούρνη σήμερα χάθηκαν τα παιδιά από τα πάρκα
κι ο ήλιος που ξεπροβάλει αμέριμνος όπως πάντα
ψάχνει φωνές σ’ ερημωμένους αυλόγυρους σχολείων,
ψάχνει οπαδούς στις άδειες θέσεις των γηπέδων
καίγοντας με άπλετο φως τις σιδερένιες μπάρες των σταδίων και τις καρδιές μας.
Στη Μελβούρνη σήμερα κρυφτήκαμε φοβισμένοι
μέσα σε τέσσερις τοίχους των πιο ήσυχων δωματίων μας
και βλέπουμε συνέχεια οθόνες, με κινούμενες εικόνες,
ψάχνοντας τρόπους να περάσει αυτός ο χαμένος χρόνος
που αφαιρέθηκε απρόσμενος απ’ τη ζωή μας.
Δεν χορτάσαμε ζωή στην πόλη μας εφέτος,
ασυντρόφευτα στην ανημέρευτη μνήμη τα παιχνίδια της υπαίθρου,
ούτ’ ακουστήκαμε από κοινού μες στις πλατείες
πιστοί από απόσταση παρακολουθούμε
τον κόπο στον οποίο μπήκαμε για ν’ αποξενωθούμε.
Ιάκωβος Γαριβάλδης