Αλέκος Ν. Αγγελίδης
Το Γκρίζο Κασκόλ – Μέρος IX
Ο Κώστας, καθισμένος σταυροπόδι πάνω στην κρύα ράχη του άρματος, σταμάτησε να μιλά. Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Η λύπη του φαινόταν έντονη στο πρόσωπό του. Κοίταξε ερωτηματικά τους συναδέλφους του, κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και ρώτησε.
Γιατί όμως;
Ξανακλείστηκε και πάλι στις σκέψεις του, σα να έψαχνε την απάντηση στο ερώτημά του και συνέχισε σε λίγο, κουνώντας με δύναμη το χέρι του, σα να ήθελε να υπογραμμίσει τα λόγια του.
– Αυτό το γιατί με βασάνιζε τότε, αυτό με βασανίζει και τώρα ακόμη.
– Αυτό το γιατί θα βασανίζει για καιρό, για χρόνια ίσως πολλούς ανθρώπους, είπε πικραμένα ο Θανάσης.
– Κάποτε, αυτό το γιατί θα ερευνηθεί πάρα πολύ, πρόσθεσε ο Αργύρης και η έρευνά του θα ανοίξει πολλούς οφθαλμούς και θα φωτίσει πολλά μάτια. Τέτοια ‘’γιατί’’ ξυπνούν τον άνθρωπο και αλλάζουν τον κόσμο και σε τέτοια ‘’γιατί’’ επάνω πατώντας η ανθρωπότητα κάνει γοργά και μεγάλα βήματα μπροστά.
– Αυτό το ‘’γιατί’’ σκεφτόμουνα κι εγώ κι είχε θολώσει το μυαλό μου. Τόσο πολύ είχα απορροφηθεί στις σκέψεις μου, που δεν πήρα είδηση πότε δόθηκε και σε μας το παράγγελμα ‘’βάδην’’, συνέχισε ο Κώστας. Με παρέσυραν στο ξεκίνημά τους οι άλλοι συνάδελφοι κι έτσι συνήλθα και ξεκίνησα κι εγώ. Την ώρα που περνούσε η διμοιρία μας μπροστά απ’ την πόρτα του Διοικητηρίου κι έστριβε δεξιά για να βγει στο δρόμο, ξεπρόβαλε στα σκαλοπάτια, μέσα απ’ το βάθος του κτιρίου, ο Ηλίας Μαρώνης. Ο λοχίας της Στρατολογίας. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν τυχαία. Στο πρόσωπό του φάνηκε μεγάλη ταραχή. Ίσως αντίκριζε κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Δεν είχε ετοιμάσει, βλέπεις, αυτός τα στρατολογικά φυλλάδια του 4ου λόχου. Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και με κοίταζε σαστισμένος. Τον κοίταξα κι εγώ και του χαμογέλασα. Προσπάθησε κι αυτός να χαμογελάσει. Έσφιξε στο στήθος του τα χαρτιά που κρατούσε στο ένα χέρι και κούνησε ελαφρά, κάπως δειλά και με προφύλαξη, το άλλο. Με χαιρετούσε. Οι γρήγορες, όμως, ματιές του δεξιά κι αριστερά έδειχναν πως δεν ήθελε να γίνει αντιληπτός απ’ τους γύρω του και διαίτερα απ’ τους ανωτέρους του, για το τι έκανε εκείνη τη στιγμή. Τον χαιρέτησα κι εγώ σηκώνοντας ψηλά το χέρι μου και κουνώντας το χαρακτηριστικά μερικές φορές. Η λύπη και η απορία ήταν έντονες στο πρόσωπό του. Κάτι ψέλλισε. Δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει. Η πορεία της διμοιρίας με παρέσυρε και γύρισα το κεφάλι μου μπροστά. Δεν τον ξαναείδα.