Ψάχνω να βρω κάτι για να
στο συγχωρήσω
και δεν βρίσκω τίποτα. Και
ψάχνω… Και ψάχνω…
Όλη τη νύχτα ψάχνω. Μάταια…
Δεν υπάρχει κάτι
που να έχεις κάνει σε βάρος μου.
Χαίρε, Γη του Θεού, δώρο στους Έλληνες,
ποτήρι της γης γιομάτο θάλασσα,
ανθόκηπε που βρίθεις από χρώματα και σχήματα,
από γιούλια και γιασεμιά, από βασιλικό και θυμάρι.
Χαίρε μελίρρυτη γη, μελίρρυτης ιστορίας.
Μητέρα των Μουσών και της Τέχνης.
Γενεών που όρμησαν κόντρα στα ξίφη και στα βόλια
για να φυλάξουν τ’ αρώματα των προσευχών σου,
να προστατέψουν τους σπόρους των μελλόντων γενεών.
Σου τόχω πει από καιρό
πως να σε φτάσω δεν μπορώ
ψηλά στο πέταγμά σου
Έχω κομμένα τα φτερά
και μου την κλέβουν τη χαρά
για να βρεθώ κοντά σου
Πώς έγινε Ναι
Τόσο μεγάλο Όχι
Μ’ αμνημοσύνη !
Πηγές των Πρεσπών
Άνανδροι και μωροί
Σας ονείδισαν.
Η αδελφή σου
Στοιχειώθηκε στις Πρέσπες
Μεγαλέξανδρε.
Οι λέξεις μου, σιγά-σιγά
μορφές αγαπημένων παίρνουν…
Βλέμματα σαν ανατολή,
χαμόγελα με περιγράμματα
από αρχαία παραμύθια,
ανάσες με άγιες ευωδιές
απ’ των παιδιών τα χείλη…
Σαν ξωτικό των συλλαβών
πλανιέμαι στις σελίδες..
ψάχνω ένα νόημα να βρω,
ένα κρυμμένο σήμα,
ένα πετράδι σύμμαχο
ν’ αλλάξω τις ροές,
μέσα απ’ τις λέξεις, όποιοι άνθρωποι, μπορούν και να μονιάζουν,
να βρίσκουν χώρες στοργικές στο χάρτη της καρδιάς…
Αφήνεις τη ρέμβη τ’ ονείρου στο μαξιλάρι
για να διαβάσεις ένα ποίημα σε βάθος
Δίπλα το κεράκι με άρωμα βανίλιας
χρωματίζει το χοντρό τετράδιο των δακρύων
με κύκλους καιρών αξεπέραστων
Το κάνει παραμύθι αδιάβαστο
με την πονεμένη βασιλοπούλα του κοιμισμένη
σε αδειανά σατέν σεντόνια
Άγιο σώμα ανθρώπινο…
με τις ανάγκες και τα μυστικά σου.
Σ’ακούω χρόνια τώρα να μιλάς,
μιαν άλλη γλώσσα της σιωπής,
χωρίς κανόνες και σημάδια στίξης,
με μια γραμματική ανώτερη των
υπερθετικών,
Είκοσι οκτώ του Οκτώβρη, τρεις η ώρα το πρωί·
οι στιγμές των ρολογιών καρφωμένες στο σκοτάδι·
κι’ ως να άνοιξαν οι πύλες, απ’ τους φύλακες του Άδη,
σαν ο Γκράτσι πήγε νά ’βρει των Ελλήνων την ψυχή.
Κι’ ως να εδάκρυσε η μέρα ξημερώνοντας βουβή,
σαν ο ίσκιος της τραβούσε κατά κει που λάμπει ο ήλιος
ενδοξότατος, τρανός, απ’ τ’ αθάνατο το σφρίγος
που, στου Έλληνα – φωτός, φωτοανεξάντλητη ροή –
δόξης στέφανο ηλιόπρεπα φορεί στην κεφαλή,
και μετέωρη εστάθη, μόνο λίγο, πριν χαράξει,
των Ελλήνων την περφάνεια, για να δει και να θαυμάσει:
θαλερή, χρυσανταυγίζουσα, ξανά, φεγγοβολή.